- συγκόλλως
- σύγκολλοςglued togetheradverbialσύγκολλοςglued togethermasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύγκολλος — ον, Α 1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα σύμφωνα με κάτι άλλο. επίρρ... συγκόλλως Α 1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά 2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» συμφωνώ, συναινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολλος (< κόλλα),… … Dictionary of Greek